- μονήλατος
- μονήλατος, -ον (Α)αυτός που έχει κατασκευαστεί από ένα μόνο έλασμα σιδήρου, ο μονοκόμματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -ήλατος (< ελατός < ἐλαύνω), πρβλ. θε-ήλατος. Το -η- τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Dictionary of Greek. 2013.